Πολιτική συνεργασία: Πανάκεια ή όνειρο απατηλό

August 25th, 2016 → 3:34 pm @

Bookmark this on Google Bookmarks
Share on StumbleUpon
Bookmark this on Delicious
Bookmark this on Digg

Για πολλά χρόνια τώρα σ’ αυτό τον Τόπο ζούμε μια κατάσταση έντονων διαξιφισμών κι αντιπαραθέσεων μεταξύ Κομμάτων, ομάδων κι ατόμων. Δυστυχώς εκείνο το πνεύμα της τριμερούς συνεργασίας στα οικονομικά/εργασιακά πράγματα, που καλλιεργήθηκε στις πρώτες δεκαετίες της Ανεξαρτησίας κι έφερε θαυμάσια αποτελέσματα τόσο πριν αλλά, κυρίως, μετά την εισβολή, όχι μόνο δεν επεκτάθηκε στα πολιτικά τεκταινόμενα, αλλά έχει εκφυλιστεί παντού. Αυτός ο κατακερματισμός των θέσεων για το τί πρέπει να γίνει στα διάφορα θέματα αποδυναμώνει περισσότερο τις λιγοστές μας δυνάμεις και δεν επιτρέπει μια ενιαία δράση ή διεκδίκηση. Διερωτήθηκα πολλές φορές στις συναντήσεις που έχουν οι πολιτικοί μας με ξένους ηγέτες ποιά συγκεκριμένη υποστήριξη ζητούμε, πέραν μιας περιγραφής των αρχών που συμφωνήθηκαν από το Εθνικό Συμβούλιο, ενόψη της διαφωνίας μεταξύ μας για το περιεχόμενο της λύσης του Κυπριακού;
Την ευθύνη για την κατάσταση αυτή φέρουν τα Κόμματα. Για καθαρά κομματικές σκοπιμότητες είδαμε αρκετές φορές Κόμματα, που μέχρι τις Προεδρικές εκλογές υποστήριζαν την πολιτική του εκλελεγμένου Προέδρου, να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να συντάσσονται με την ‘Αντιπολίτευση’ για εκλογή δικού τους Προέδρου, με αποτέλεσμα την απώλεια σημαντικού χρόνου στις ενδοκυπριακές διαπραγματεύσεις και να δοθεί χρόνος στην Τουρκία να σταθεροποιήσει την κατοχή. Γιατί το Εθνικό Συμβούλιο να μη γίνει ο καταλύτης των διαφορών των Κομμάτων; Είμαστε όλοι ενήμεροι για το τί συμβαίνει με κάθε μια παράμετρο των διαπραγματεύσεων κι η θέση μας είναι μελετημένη; Η μ. Στέλλα Σουλιώτη αποκάλυψε ότι οι Τ/Κ πήραν 30% στη Δημόσια Υπηρεσία κι αλλού στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1960, γιατί δεν ήξερε ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας τους αριθμούς αναφορικά με την αναλογία του σύνοικου στοιχείου στα κοινωνικοοικονομικά πράγματα της Κύπρου (Στέλλα Σουλιώτη, Fettered Independence : Cyprus, 1878-1964, Λευκωσία, 2008).

Με την ευκαιρία των τωρινών διαπραγματεύσεων θα ανατρέξω και πάλι σε μερικά βασικά στοιχεία της λύσης, που έχουν να κάμουν με το εδαφικό και το περιουσιακό. Ξεκινώντας από το εδαφικό, στις προτάσεις και το χάρτη που η Ε/Κ πλευρά κατέθεσε το 1976 δόθηκε 22% του εδάφους της Κύπρου στην Τ/Κ πλευρά, ενώ η ιδιοκτησία ιδιωτικής γης των Τ/Κ ανερχόταν στα 12,3% ή 16,78% εάν σ’ αυτό προστίθετο και μέρος της κρατικής γης σύμφωνα με την πληθυσμιακή αναλογία των δυο Κοινοτήτων. Σε παρατήρησή μας γιατί σπεύδουμε να δώσουμε 22%, η απάντηση του Μακάριου ήταν : ‘Μακάρι να το δεχτούν, μωρέ’. Δυστυχώς αργότερα διολισθήσαμε στα 28 και 29%+.

Το δίκαιο αίτημα επιστροφής των περιουσιών στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Η έννοια της λύσης ΔΔΟ ουδόλως στηρίζεται στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των περιουσιών. Εντούτοις, η ανάκτηση των περιουσιών είναι ένα σύνθετο θέμα, που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά αδιέξοδα. Το πρόβλημα των περιουσιών γίνεται ακόμη πιο δύσκολο με την πάροδο του χρόνου και τις διάφορες πράξεις διαχείρισης και ανάπτυξής τους. Σαν αφετηρία θέσαμε την αναγνώριση των τίτλων ιδιοκτησίας Ε/Κ και Τ/Κυπρίων που ίσχυαν το 1974. Σε πραγματικούς όρους τα πιο πάνω ποσοστά μπορούν να μεταφραστούν ως ακολούθως (μ. Γ. Καρούζης: Ιδιοκτησία Γης στην Κύπρο, 1977): Η ολική έκταση της Κύπρου είναι 6.915.392 σκάλες. Η Τ/κυπριακή ιδιοκτησία γης ανήρχετο σε 1.162.497 σκάλες (852.455 ιδιωτική γη και 310.042 κρατική) ή 16,8% του συνόλου. Σύμφωνα με το Σχέδιο Ανάν η Τ/Κ πλευρά θα αύξανε τη γη της κατά 437.503 σκάλες ή κατά 37,6%.

Δεδομένου ότι στην πράξη θα υπάρξουν Ε/Κ που θα επιθυμούσαν να πωλήσουν, να ανταλλάξουν ή να ενοικιάσουν την περιουσία τους τούτο θα βοηθούσε την τελική διευθέτηση. Επίσης θα βοηθούσε η απαλλοτρίωση που έγινε ή θα γίνει μέσα στα πλαίσια της λύσης για ανέγερση οικισμών για στέγαση προσφύγων ή ατόμων που θα μετακινηθούν. Με αυτές τις ‘ανώδυνες’ προσθαφαιρέσεις θα φτάσουμε στο ζητούμενο χωρίς να υπάρξουν κατάφωρες παραβιάσεις του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Περιττό, βέβαια, να τονίσουμε ότι η βιωσιμότητα/παραγωγικότητα των Πολιτειών θα εξαρτηθεί από τις διευθετήσεις που θα γίνουν για τη λειτουργία μιας ενιαίας οικονομίας, όπως υποστηρίξαμε σε Σημείωμά μας ερμηνεύοντας τη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου του 1977.

Θεωρούσαμε ότι το θέμα των περιουσιών είναι θέμα μεταφοράς της ιδιοκτησίας όσων Τ/Κ το επιθυμούν ή ανταλλαγής περιουσιών χωρίς να επιβαρυνθεί κανένας με οποιονδήποτε ποσό, γιατί θα ανταλλαγούν ίσες αξίες. Τη διεκπεραίωση του έργου της ‘μεταφοράς’ των Τ/κυπριακών ιδιοκτησιών, καθώς κι άλλης συναφούς εργασίας, θα αναλάβει το Συμβούλιο Περιουσιών. Με την ‘μεταφορά’ δεν θα παρουσιαζόταν ανάγκη για εξεύρεση τεράστιων πόρων για πρόσθετες αποζημιώσεις ενώ το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα σεβασμού της ατομικής ιδιοκτησίας θα ίσχυε.
Ο καθορισμός πλαισίου ρύθμισης του περιουσιακού προβλήματος δεν αποτελεί το τέλος του δρόμου. Ως γνωστό, με την πάροδο του χρόνου το πρόβλημα καθίσταται ακόμη πιο δύσκολο στην πράξη γιατί υπεισέρχεται κι ο παράγοντας αξιοποίησης των Ε/κυπριακών περιουσιών στις Κατεχόμενες περιοχές, όπως κι η αναγκαστική χρησιμοποίηση των Τ/κυπριακών περιουσιών στις ελεύθερες περιοχές από τον Κηδεμόνα για εκτοπισθέντες. Παρόλο που η ατομική ιδιοκτησία είναι αναπαλλοτρίωτη και σεβαστή, ο παράγοντας αποζημίωσης για όσους εξ ανάγκης ή καλή τη πίστει επένδυσαν και πρόσθεσαν αξία στις περιουσίες θα προστεθεί στους βαθμούς δυσκολίας επίλυσής του. Μια εισήγηση, πέραν των πιο πάνω προσεγγίσεων, θα ήταν οι κοινοπραξίες των Ε/Κ και Τ/Κ ιδιοκτητών περιουσιών με τους επιχειρηματίες που ανέπτυξαν τις περιουσίες τους.

Δρ Ιάκωβος Αριστείδου


Comments are closed.