To Σσιοινίν του Χωρκάτη μονόν εν ιφτάννει, Διπλόν φτάννει τζιαι περισσεύκει

August 3rd, 2017 → 8:55 am @

Bookmark this on Google Bookmarks
Share on StumbleUpon
Bookmark this on Delicious
Bookmark this on Digg

Δεν θα ασχοληθώ σήμερα με κάποιο συγκεκριμένο θέμα και να προσπαθήσω να διαγράψω πώς το χειριζόμαστε καλύτερα για το γενικότερο καλό, όπως κάνω συνήθως. Σήμερα θα προσπαθήσω να φέρω στο προσκήνιο μερικά παράδοξα, που συμβαίνουν διαχρονικά στη διακυβέρνηση αυτού του Τόπου, που και την προς τα πρόσω πορεία του αναχαιτίζουν και την ορθή διαχείριση των λιγοστών δημόσιων οικονομικών μέσων θέτουν υπό αμφισβήτηση. Αφορμή υπήρξαν διάφορες ενέργειες, που έγιναν ή δεν έγιναν ή θα γίνουν και τα αποτελέσματά τους. Πρόκειται για περιπτώσεις ή καταστάσεις που βιώνουμε σήμερα έστω κι αν ανάγονται διαχρονικά σε προηγούμενα χρόνια.

Ξεκινώ από την έντονη κυκλοφοριακή συμφόρηση, που αντιμετωπίζουμε κάθε μέρα και για πολλές ώρες του εικοσιτετραώρου, ιδιαίτερα στην ‘εγκλωβισμένη’ Πρωτεύουσα. Κι ενώ αναμένουμε από τις Αρχές να ενδιατρίψουν έντονα στο πρόβλημα αυτό, ακούσαμε τελευταία ότι σύντομα το αρμόδιο Υπουργείο θα εγκαταστήσει έναντι σεβαστού ποσού κάμερες για καταγραφή οδικών παραβάσεων εκ μέρους οδηγών. Οποία ειρωνία! Κι όμως υπάρχουν πολλά ανοικτά θέματα, που αν προωθούνταν εδώ και καιρό θα έλυαν ή θα απάμβλυναν και το πρόβλημα της συμφόρησης, που πολλές φορές οδηγεί και στην παρανομία των οδηγών. Είναι γνωστά τα εκκρεμούντα θέματα της ενίσχυσης και διευκόλυνσης της κυκλοφορίας των λεωφορείων, η δημιουργία ασφαλών ποδηλατοδρόμων, η κατασκευή υπόγειων διαβάσεων σε πολλούς κυκλικούς κόμβους, η εισαγωγή ηλεκτρικών μεταφορικών μέσων κλπ. Μήπως η επιμονή μας να χρησιμοποιούμε το ιδιωτικό αυτοκίνητο υποκρύβει κάποια άλλη σκοπιμότητα; Από την εποχή της αποικιοκρατίας μέχρι σήμερα το ιδιωτικό αυτοκίνητο έχει χρησιμοποιηθεί σαν όχημα για ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών. Η μόνη παραχώρηση που γίνεται στην πολλαπλή φορολόγησή του είναι στην ανανέωση της άδειας κυκλοφορίας με ‘δόσεις’, όπως χαρακτηρίστηκε η ευχέρεια ανανέωσης κάθε τρίμηνο!

Αναφέρθηκα κι άλλες φορές στην ανάγκη επίσπευσης της εισαγωγής του ΓΕΣΥ, που συζητείται από τη δεκαετία του 1960. Με την πάροδο πολλών δεκαετιών και τις αλλαγές των ιατρικών δεδομένων, εμφανίζεται κι εδώ τελευταία η οικονομική βιωσιμότητα του σχεδίου σαν βασική προυπόθεση για την εισαγωγή του. Κι όμως ήταν η πιθανότητα κατάρρευσης του υφιστάμενου δημόσιου συστήματος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, που μας ώθησε να εισηγηθούμε την εισαγωγή του. Τότε σχεδόν τα 85% του πληθυσμού εδικαιούντο δωρεάν ή με χαμηλό κόστος περίθαλψης στα κρατικά νοσοκομεία. Για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος αυτός εισηγηθήκαμε, κατόπι μελέτης του τί γινόταν αλλού στην Ευρώπη, την εισαγωγή ενός ασφαλιστικού σχεδίου υγείας, όπου όλοι, Κυβέρνηση, εργοδότες κι εργοδοτούμενοι, θα κατέθεταν την εισφορά τους, όπως γίνεται με τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Μόνο έτσι θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν οι προσφερόμενες υπηρεσίες. Σε κάποιο στάδιο τόσο οι Συντεχνίες όσο κι οι Εργοδότες προς τιμή τους συμφώνησαν με την Κυβέρνηση για τη συνεισφορά τους. Είδαν κι εκείνοι ότι για να σταθεί ένα αναβαθμισμένο σχέδιο υγείας χρειάζεται η συνδρομή όλων των κοινωνικών εταίρων, χρειάζεται δηλαδή διευρυμένη βάση χρηματοδότησής του, όπως έγινε στις πλείστες Ευρωπαικές Χώρες.

Η καθυστέρηση που παρουσιάστηκε στην ολοκλήρωση της προσπάθειας ‘βόλεψε’ πολλές επηρεαζόμενες πλευρές όχι όμως την παρεχόμενη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στο ευρύτερο κοινό από τα κρατικά νοσοκομεία και την αναβάθμιση της Κύπρου σαν ιατρικού κέντρου. Η Κυβέρνηση για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της βάσει του υφισταμένου σχεδίου προέβηκε συν τοις άλλοις σε εγκατάλειψη της προσπάθειας αναβάθμισης αρκετών Τμημάτων των Γενικών Νοσοκομείων, που σήμερα μόνο τις βασικές υπηρεσίες προσφέρουν. Με την ανάπτυξη της ιδιωτικής ιατρικής περίθαλψης, πλείστες εξειδικευμένες υπηρεσίες προσφέρονται τώρα μόνο από τα ιδιωτικά νοσοκομεία με μεγάλη επιβάρυνση των δικαιούχων δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης από το Κράτος. Δεν είναι τυχαίο που τώρα η Κυβέρνηση επωμίζεται μικρότερο ποσοστό της συνολικής δαπάνης για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη από τους ιδιώτες.

Τέλος θα αναφερθώ και στο θέμα ‘Γραφείο Προγραμματισμού-Υφυπουργείο Ανάπτυξης’, που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Ενώ από τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας δημιουργήσαμε ολόκληρο Μηχανισμό Προγραμματισμού-Συντονισμού του ευρύτερου αναπτυξιακού κυβερνητικού έργου με ομολογουμένως θαυμάσια αποτελέσματα πριν και, ιδιαίτερα, μετά την εισβολή, οι διαδοχικές Κυβερνήσεις μετά το 1993 εφρόντισαν να υποβαθμίσουν τη σημασία του και τον ρόλο του. Αφού του αφαίρεσαν τα μέσα για να επιτελεί ουσιαστικά τον στρατηγικό του ρόλο με την ενσωμάτωση του Προυπολογισμού Αναπτύξεως στον Τακτικό Προυπολογισμό και την υπαγωγή της διαχείρισής του στο Υπουργείο Οικονομικών, άλλαξαν και το όνομά του σε Γενική Διεύθυνση Ευρωπαικών Προγραμμάτων και Ανάπτυξης, περιορίζοντας το σε ένα μόνο από τους τομείς δραστηριότητάς του. Βέβαια σ’ αυτή την ‘ιεροσυλία’ συνέπραξε κι η Βουλή με την ψήφιση των αλλαγών αυτών μέσω διαδοχικών Προυπολογισμών. Το αποκορύφωμα όμως της αλλοπρόσαλλης πολιτικής που ακολουθήθηκε και σ’ αυτό το θέμα ήταν η πρόσφατη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την ανάγκη δημιουργίας Υφυπουργείου Ανάπτυξης. Προσωπικά χαιρέτισα την απόφαση γιατί έρχεται να πληρώσει το κενό, που δημιουργήθηκε με την κατάργηση του Μηχανισμού Προγραμματισμού-Συντονισμού.

Τα τρία παραδείγματα στα οποία αναφέρομαι δεν είναι τυχαία. Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, και στις τρείς περιπτώσεις, αντί η Κυβέρνηση να προχωρήσει προς την ορθή κατεύθυνση προτίμησε άλλες ατραπούς με αποτέλεσμα τα πράγματα να οδηγηθούν σε αδιέξοδα. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα και στις τρεις περιπτώσεις αν δεν σπεύσουμε να δώσουμε τώρα λύσεις. Εκτός αν δεχτούμε μοιρολατρικά την κυπριακή ρήση ‘το σσιοινίν του χορκάτη μονόν εν ιφτάννει, αλλά διπλό φτάννει τζιε περισσεύκει’.


Comments are closed.